ἀχαράκωτος — not palisaded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αχαράκωτος — η, ο (Α ἀχαράκωτος, ον) νεοελλ. 1. αυτός που δεν τον έχει χαρακώσει κανείς, που δεν τον έχει χαράξει με χάρακα 2. (για αμπέλι) εκείνο στο οποίο δεν έχουν κάνει χαράκωμα, δεν έχουν χαρακώσει το στέλεχος, το κούρβουλο (για να κάνει μεγάλες ρόγες) 3 … Dictionary of Greek
ἀχαρακώτως — ἀχαράκωτος not palisaded adverbial ἀχαράκωτος not palisaded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαράκωτον — ἀχαράκωτος not palisaded masc/fem acc sg ἀχαράκωτος not palisaded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀχαρακώτους — ἀχαράκωτος not palisaded masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγραμμος — η, ο (Α ἄγραμμος, ον) [γραμμή] νεοελλ. αυτός που δεν έχει γραμμές, αρίγωτος, αχαράκωτος μσν. (για το ρίξιμο τών ζαριών) ο εκτός γραμμής, άστοχος, ανεπιτυχής … Dictionary of Greek
άγραμμος — η, ο χωρίς γραμμές, αχαράκωτος: Δώσε μου μια κόλλα άγραμμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αρίγωτος — η, ο αυτός που δεν έχει ρίγες, αχαράκωτος: Θέλω μερικές κόλλες αρίγωτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)